Διερευνητικές συνομιλίες, υποστήριξη και αντιρρήσεις

Στην πρόσφατη συνέντευξή του με την Καθημερινή, ο πρώην Έλληνας πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς προέβαλε ορισμένα επιχειρήματα σχετικά με τις διερευνητικές επαφές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και έριξε φως σε μια σημαντική πτυχή του ζητήματος εκφράζοντας την πεποίθηση – που μοιράστηκε ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας και Σίγουρα από μεγάλο μέρος του κυβερνώντος κεντροδεξιού κόμματος – ότι δεν είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας να διαπραγματευτεί με την Τουρκία, ιδίως δεδομένης της τρέχουσας συμπεριφοράς της τελευταίας.

Αυτό πρέπει να θεωρηθεί ως ένα άλλο κομμάτι του περίπλοκου παζλ των ελληνοτουρκικών σχέσεων που πρέπει να ληφθεί υπόψη από τη διεθνή κοινότητα, η οποία ενθαρρύνει τον διάλογο – όπως θα έπρεπε – αλλά τείνει επίσης να θεωρήσει την Ελλάδα κάπως δεδομένη.

Το ότι υπάρχουν αντιδράσεις σε τέτοιου είδους προσκλήσεις εντός της Ελλάδας είναι κάτι που πρέπει να θυμάται ιδιαίτερα η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεδομένου του ιδιαίτερου ρόλου της στις ελληνοτουρκικές σχέσεις – κυρίως επειδή η ένταξη της Ελλάδας και της Κύπρου στην ΕΕ μεταφέρει αυτόματα τυχόν προβλήματα στον ευρω-τουρκικό αρένα σε μια στιγμή που η Άγκυρα επιδιώκει στενότερους οικονομικούς και εμπορικούς δεσμούς με τις Βρυξέλλες.

Αυτός ο συγγραφέας δεν συμφωνεί με τον πρώην πρωθυπουργό ως προς αυτό και είναι μεταξύ αυτών – η πλειοψηφία των διαμορφωτών γνώμης – που υποστηρίζουν τον διάλογο με την Τουρκία, γνωρίζοντας ότι αυτή η δύναμη συνεπάγεται επίσης συμβιβασμό, υπό την προϋπόθεση, φυσικά, ότι αυτό είναι σύμφωνο με το διεθνές δίκαιο. Ταυτόχρονα συμφωνεί –όπως σχεδόν όλοι που ασχολούνται με αυτά τα θέματα στην Ελλάδα– ότι η Αθήνα δεν μπορεί να συζητήσει την κυριαρχία της ούτε πώς θα προστατεύσει τα νησιά της από μια προφανώς πραγματική και κλιμακούμενη απειλή.

Τέλος, ακόμη κι αν κάποιος διαφωνεί με τον Σαμαρά για τις διερευνητικές συνομιλίες, δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει με την παρατήρησή του ότι η ΕΕ δεν στάθηκε στα δύο κράτη μέλη της στο βαθμό και με την ισχύ που θα έπρεπε να έχει ενάντια στις τουρκικές απειλές. Άλλωστε, οι ίδιες οι Βρυξέλλες έχουν ζητήσει επανειλημμένα από την Άγκυρα να σταματήσει.

Και μπορεί κανείς να συμφωνήσει μόνο ότι είναι απαράδεκτο το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ συνεχίζουν να οπλίζουν την Τουρκία όταν το τελευταίο απειλεί δύο από τους συναδέλφους τους.

Η συνέντευξη του Σαμαρά υπογράμμισε το γεγονός ότι υπάρχουν αντιδράσεις στην Ελλάδα και αντίθεση στις προσπάθειες εξεύρεσης κοινής βάσης με τον γείτονα. Τούτου λεχθέντος, οι διαδοχικοί Έλληνες πρωθυπουργοί, σε όλο το ιδεολογικό φάσμα, έχουν επιλέξει εδώ και δεκαετίες το δρόμο της σύνεσης και της μετριοπάθειας, έχουν δηλώσει την υποστήριξή τους για έναν δομημένο διάλογο και έχουν ειλικρινά επιδιώξει μια ειρηνική συνύπαρξη με την Τουρκία. Και αυτή είναι μια πραγματικότητα που πρέπει να αναγνωριστεί από όλους.

(Μια έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύθηκε αρχικά από την Καθημερινή και αναπαράχθηκε με άδεια)

Source